συμφύονται

συμφύονται
συμφύ̱ονται , συμφύω
make to grow together
pres ind mp 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αποκόλληση — Παθολογικός αποχωρισμός ιστών στα μέρη με τα οποία συνδέονται ή συμφύονται φυσιολογικά. Οι α. μπορεί να παρατηρηθούν σε διάφορα σημεία του οργανισμού, στο δέρμα, στο περιόστεο κλπ. α. των επιφύσεων στα παιδιά.Πάθηση κατά την οποία προκαλείται… …   Dictionary of Greek

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… …   Dictionary of Greek

  • κρυσταλλογραφία — Η επιστημονική μελέτη των κρυστάλλων. Ένας κρύσταλλος αποτελεί μία στερεά ουσία με καθορισμένο γεωμετρικό σχήμα, που παρουσιάζει έναν ορισμένο αριθμό επίπεδων εδρών και μπορεί να παραβληθεί με ένα πολύεδρο (κρυσταλλικό πολύεδρο). Χαρακτηριστικό… …   Dictionary of Greek

  • μονάδελφος — η, ο (Α μονάδελφος, ον) νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το μονάδελφο φυτό τού οποίου οι στήμονες συμφύονται σε μία δέσμη κατά μήκος όλου τού φυτού ή μόνο στη βάση αυτών 2. φρ. «μονάδελφοι στήμονες» ή «μονόδεσμοι στήμονες» βοτ. οι στήμονες τών οποίων… …   Dictionary of Greek

  • μονοπέταλος — η, ο (θοτ.) (για στεφάνη άνθους) αυτή που τα πέταλά της συμφύονται, αλλ. συμπέταλη …   Dictionary of Greek

  • συγκαρπία — η, Ν βοτ. η κατάσταση κατά την οποία τα καρπόφυλλα που αποτελούν τον γυναικώνα ενός άνθους συμφύονται σε έναν και μόνο ύπερο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. syncarpy < συν * + καρπός + κατάλ. ία] …   Dictionary of Greek

  • συμπέταλος — η, ο, Ν 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα συμπέταλα βοτ. ομάδα αγ γειόσπερμων δικότυλων φυτών η οποία, στα νεώτερα συστήματα κατάταξης, θεωρείται ως υποκλάση τής κλάσης δικότυλα και περιλαμβάνει κυρίως ποώδη φυτά που χαρακτηρίζονται από το ότι τα… …   Dictionary of Greek

  • συνορχιδία — η, Ν ανώμαλη διάπλαση τών όρχεων, κατά την οποία οι δύο όρχεις συμφύονται σε έναν. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. synorchidism < συν * + ὀρχίδιον, υποκορ. τού ὄρχις (II) + κατάλ. ism, που αποδόθηκε στην Ελληνική με την κατάλ. ία] …   Dictionary of Greek

  • συσσέπαλος — η, ο, Ν φρ. «συσσέπαλο άνθος» βοτ. το άνθος που τα χείλη τών σέπαλων του συμφύονται σχηματίζοντας έναν σωληνόμορφο κάλυκα, αλλ. γαμοσέπαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + σέπαλο. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Εγκυχλοπαιδιχόν Λεξικόν] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”